Δημήτριος Τσελεγγίδης
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι ένας εκ των σπουδαιοτέρων και μεγαλυτέρων Πατέρων όλης της Εκκλησίας, όλων των αιώνων. Είναι όμως και ο πλέον επίκαιρος, ως προς τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η Εκκλησία ανά την οικουμένη. Το σημαντικότερο από αυτά τα προβλήματα, που συνιστά και την πρωτογενή αιτία όλων των άλλων, είναι ο ανθρωποκεντρισμός της εποχής μας, με την συνεπαγόμενη εκκοσμίκευση του φρονήματος μεγάλου μέρους των πιστών της Εκκλησίας. Συγκεκριμένα, τον ΙΔ΄ αιώνα επιχειρείτο, συστηματικά, από την προ πολλού εκκοσμικευμένη Χριστιανική Δύση, να επιβληθεί ο ανθρωποκεντρισμός και στην θεανθρωποκεντρική καθ᾽ ημάς Ανατολή. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ως ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του Ορθοδόξου δόγματος και της αγιοπνευματικής εμπειρίας της Εκκλησίας, πρόβαλε τότε, λίαν επιτυχώς, την ησυχαστική εμπειρία ως ανυπέρβλητο πνευματικό «ανάχωμα» έναντι της αιρετικής Χριστιανικής Δύσεως, ανάγοντας την ησυχαστική εμπειρία σε φανέρωση βιουμένου δόγματος, του δόγματος για τον άκτιστο χαρακτήρα του θείου φωτός και της θείας Χάριτος.
Σήμερα έχω κληθεί να παρουσιάσω ενώπιόν σας τον Άγιο Γρηγόριο ως ομολογητή της Ορθοδόξου πίστεως, μέσα από ένα Θεολογικό Διάλογο με το Ισλάμ, υπό καθεστώς αιχμαλωσίας και απειλής της ζωής του. Πρόκειται, όντως, για μία μαρτυρία πίστεως εν αγάπη.
Ως πηγαίο ερευνητικό υλικό θα χρησιμοποιήσω τις δύο Επιστολές της Αιχμαλωσίας του Προς την Εκκλησία της Θεσσαλονίκης και την Διάλεξή του με τους Χιόνες. Στο πηγαίο αυτό υλικό περιέχονται τρεις θεολογικές συζητήσεις του Παλαμά με τους Τούρκους.
Βλέποντας ο Παλαμάς, κατά την αιχμαλωσία του, να κατοικούν οι Χριστιανοί ανάμικτα με τους Τούρκους, απέδωσε αυτό στη θεία οικονομία. Με τον τρόπο αυτό, παρατηρεί, φανερώνονται τα έργα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και Θεού όλων και σ᾽ αυτούς (προφανώς δι᾽ ημών, ως αγωγών). Έτσι, οι Τούρκοι θα είναι αναπολόγητοι στη μέλλουσα Κρίση.
Άλλωστε, και την αιχμαλωσία του ίδιου και της συνοδείας του την απέδωσε σ᾽ αυτή την θεία οικονομία, κρίνοντας μάλιστα αυτό και από τα αποτελέσματά της. Ταυτόχρονα, θεώρησε την αιχμαλωσία τους αυτή και ως μικρή έκτιση, για τις πολλές αμαρτίες τους έναντι του Θεού.
Κατά συνέπεια, κατά την θεολογική συνείδηση του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, η αγαπητική πρόνοια του Θεού αποτελεί το «κλειδί» ερμηνείας τόσο της προσωπικής όσο και της κοινωνικής ζωής της ανθρωπότητας.
Αλλά και κατά τον ΄Αγιο Φιλόθεο Κόκκινο – Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, φίλο και ομόφρονα του Αγίου Γρηγορίου – ο σκοπός του Θεού ήταν να αποσταλεί δι᾽ αιχμαλωσίας στους Μουσουλμάνους ο μεγαλύτερος θεολόγος του ΙΔ΄ αιώνα, για να απαλλάξει πολλούς από τη νοητή αιχμαλωσία και δουλεία.
Παράλληλα, ο σκοπός του Θεού ήταν να αποσταλεί και προς τους κατεχομένους από τους κατακτητές υπόδουλους Χριστιανούς ως ευαγγελιστής και κήρυκας, ως μεσίτης και ως διαλλάκτης. Ο Άγιος Γρηγόριος είχε συνείδηση της ιεραποστολής του στην Ασία για τον επανευαγγελισμό της.
Στην Λάμψακο, πρώτο σταθμό της αιχμαλωσίας του, ο Παλαμάς βρέθηκε σε πλήθος Χριστιανών –ανδρών, γυναικών και παιδιών– που επιθυμούσαν άλλοι να εξομολογηθούν και να βρουν την θεραπεία των ψυχικών νοσημάτων τους, άλλοι να ακούσουν απαντήσεις σχετικά με την πίστη, ενώ οι περισσότεροι ζητούσαν να πληροφορηθούν την αιτία της τόσο μεγάλης εγκαταλείψεως του γένους μας από τον Θεό.
Ο Άγιος Γρηγόριος απαντά στο θεολογικό αυτό ερώτημα, με βάση την Βιβλική αλήθεια, ότι δηλαδή ο Θεός δεν εγκαταλείπει ποτέ τον άνθρωπο, σύμφωνα με τον λόγο Του: «οὐ μή σέ ἀνῶ, οὐ μή σέ ἐγκαταλείπω». Εκείνος που εγκαταλείπει τον Θεό είναι ο άνθρωπος, με την αμαρτία και την παράβαση του θελήματός Του. Τότε, ο Θεός, για την επαναφορά του αποστάτου ανθρώπου, ασκεί οικονομία και σωτήρια παιδαγωγία.
Σε σχετική Ομιλία του [Η΄, 9, 224], ο Άγιος Γρηγόριος διευκρινίζει ότι «τά πονηρά πάθη καί τά δυσσεβῆ δόγματα δι᾽ ἀλλήλων εἰσάγεται, λαβόντα χῶραν ὑπό τῆς τοῦ Θεοῦ δικαίας ἐγκαταλείψεως». Με άλλα λόγια, η αλληλοεισαγωγή των πονηρών παθών και των δυσσεβών δογμάτων έχει ως προϋπόθεσή της την δικαία εγκατάλειψη του Θεού. Πότε όμως εμφανίζεται ο Θεός να εγκαταλείπει δικαίως τους ανθρώπους;
Κατά την θεολογική αποτίμηση του Παλαμά, επειδή οι Τούρκοι γνώρισαν τον θεάνθρωπο Χριστό και δεν τον πίστεψαν, δεν τον δόξασαν και δεν τον λάτρευσαν ως Θεόν (Ρωμ. 1,21) αλλά πίστεψαν σε έναν θνητό άνθρωπο, τον Μωάμεθ, ο Θεός τους παρέδωσε σε αδόκιμο νου (Ρωμ. 1,28), σε «πάθη ἀτιμίας» (Ρωμ. 1,26,27-32), ώστε να ζουν «αἰσχρῶς καί ἀπανθρώπως καί θεομισῶς» [7, 168]. Να ζουν με μαχαίρια και ασωτία, επιδιδόμενοι σε αιχμαλωσίες, φόνους, λεηλασίες, αρπαγές, ακολασίες, μοιχείες και ομοφυλοφιλίες. Και το χειρότερο είναι ότι θεωρούν πως ο Θεός τους επιδοκιμάζει [7, 168].
Στην θέση που υποστήριξε παραπάνω ο Άγιος Γρηγόριος, ότι οι Τούρκοι γνώρισαν τον Χριστό, την θεμελιώνει σε όσα γράφει το Κοράνιο για τον Χριστό. Στο Κοράνιο λέγεται για τον Χριστό ότι είναι ο Λόγος του Θεού και Πνεύμα. Λέγεται ότι γεννήθηκε από Παρθένο και ότι έπραξε και δίδαξε θεϊκώς, ότι αναλήφθηκε στους ουρανούς, ότι παραμένει αθάνατος και ότι πρόκειται να έλθει για να κρίνει τους πάντες. Έτσι, ενώ γνώρισαν τον Χριστό, δεν τον πίστεψαν ως Χριστό, αλλά «άλλαξαν την αλήθεια με το ψεύδος» και πίστεψαν και ακολούθησαν έναν θνητό, τον Μωάμεθ, και όχι τον Θεάνθρωπο [7, 166-8].
Στην Επιστολή του Προς την Εκκλησία της Θεσσαλονίκης, ο Παλαμάς χαρακτηρίζει τους Τούρκους, ως «τῶν πάντων βαρβάρων βαρβαρικωτέρους» και το γένος τους ως «δυσσεβές και θεομισές και παμμίαρο» [7, 166-8]. Όσα καταθέτει ο Άγιος τα γνωρίζει εμπειρικά, από την διαγωγή τους, όπως μας διαβεβαιώνει ο ίδιος.
Οι τρεις θεολογικές συζητήσεις του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά με τους Τούρκους είχαν επίκεντρο το πρόσωπο του Χριστού και του Μωάμεθ. Ο Άγιος Γρηγόριος κινήθηκε θεολογικά σε τέσσερα επιμέρους θέματα: α) την Τριαδολογία, β) την Χριστολογία, γ) την Αγία Γραφή και δ) την Εικονολογία. Κεντρικός άξονας όλων των συζητήσεων ήταν η Σωτηριολογία.
Ο πρώτος Θεολογικός Διάλογος έγινε με τον νεαρό Ισμαήλ, εγγονό του ανώτατου άρχοντα των Τούρκων, του εμίρη Ορχάν. Ο δεύτερος Διάλογος έγινε με τους Χιόνες (εξισλαμισθέντες Χριστιανούς), με πρακτικογράφο του Διαλόγου τον Έλληνα ιατρό Ταρωνείτη. Ο τρίτος Διάλογος έγινε με ένα Μουσουλμάνο θρησκευτικό λειτουργό, τασιμάνη.
Ο Άγιος Γρηγόριος –παρά την σαφώς δυσμενή θέση του, ως προς τις προϋποθέσεις του Θεολογικού Διαλόγου που διεξήγαγε– είχε τόση παρρησία, ώστε οι υπερασπιστές του Ισλάμ δεν μπόρεσαν να επικαλεστούν την αιχμαλωσία του ως κάποιο σημείο που φανέρωνε την αναλήθεια της πίστεώς του ως Χριστιανού [7, 166].
Στην ερώτηση του Ισμαήλ, αν οι Χριστιανοί δέχονται και αν αγαπούν τον προφήτη του Θεού, Μωάμεθ, η απάντηση του Παλαμά ήταν, κατηγορηματικά, αρνητική.
Όμως και στην ερώτηση αυτή ο ΄Αγιος συνέδεσε αμέσως την αγάπη και την εξήρτησε πρωτογενώς από την πίστη. «Όποιος δεν πιστεύει στους λόγους του διδασκάλου», είπε επιγραμματικά, «δεν μπορεί να αγαπά τον διδάσκαλο, ως διδάσκαλο» [7, 172-4].
Στο σημείο αυτό ακολούθησε ένας ενδιαφέρων διάλογος με εκατέρωθεν επιχειρήματα, που κατέληξε στην απόρριψη της πίστεως στα λεγόμενα του Μωάμεθ, εκ μέρους του Αγίου Γρηγορίου. Ας παρακολουθήσουμε τα επιχειρήματα των διαλεγομένων:
«Πώς εμείς δεχόμαστε τον Χριστό», είπε ο Ισμαήλ, «τον αγαπούμε, τον τιμούμε και υποστηρίζομε, ότι αυτός είναι Λόγος του Θεού και Πνοή, και έχομε την μητέρα του κοντά στο Θεό, ενώ εσείς δεν δέχεσθε τον προφήτη μας, ούτε τον αγαπάτε;».
Στο ερώτημα αυτό, ο Αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης απάντησε θεολογικώτατα, συνδέοντας και πάλι την αποδοχή των λεγομένων του οποιουδήποτε με την πίστη στην απόλυτη αξιοπιστία των λόγων του Χριστού, απ᾽ όπου απορρέει και η αληθινή αγάπη προς αυτόν.
«Εκείνος που δεν πιστεύει στους λόγους του διδασκάλου», παρατήρησε, «δεν μπορεί να αγαπήσει τον διδάσκαλο. Γι᾿ αυτό και εμείς», σημείωσε εμφατικά, «δεν αγαπάμε τον Μωάμεθ». Και συνέχισε την τεκμηρίωση της θέσεώς του: «Ο Κύριος και Θεός μας Ιησούς Χριστός είπε ότι θα έρθει πάλι, για να κρίνει όλο τον κόσμο. Και μας παρήγγειλε να μη δεχθούμε κανένα άλλον, έως ότου έλθει πάλι εκείνος προς εμάς. Αλλά και σ᾽ εκείνους που δεν τον πίστεψαν, έλεγε: "Εγώ ήλθα στο όνομα του Πατέρα μου και δεν με δεχθήκατε· εάν έλθει όμως κάποιος άλλος στο δικό του όνομα, εκείνον θα τον δεχθείτε" (Ιω. 5,43). Γι᾿ αυτό και ο μιμητής του Χριστού (Παύλος) γράφει σ᾽ εμάς: "κἄν ἄγγελος εὐαγγελίσηται ὑμῖν παρ᾽ ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω"» (Γαλ. 1,8), [7, 220].
Ο Θεολογικός αυτός Διάλογος έγινε ενώπιον των Τούρκων αρχόντων, οι οποίοι και τον αξίωσαν να γίνει.
Οι πραγματικά διαλεγόμενοι με τον Άγιο ήταν οι θεολόγοι των Τούρκων Χιόνες, οι οποίοι με την πρώτη ερώτησή τους κάνουν και τον αυτοπροσδιορισμό τους.
«Εμείς ακούσαμε», είπαν οι Χιόνες, «για Δέκα Λόγους, τους οποίους κατέβασε ο Μωυσής, γραμμένους σε λίθινες πλάκες, και ξέρουμε ότι οι Τούρκοι τους αποδέχονται. Έτσι, εμείς αφήσαμε όσα πιστεύαμε πρωτύτερα και ήρθαμε προς αυτούς και γίναμε κι εμείς Τούρκοι».
Στην μομφή των Μουσουλμάνων για Τριθεῒα και Πολυθεῒα των Χριστιανών, ο Παλαμάς αναφέρθηκε στο μυστήριο της ευσεβείας μας ως εξής: «Όπως το απαύγασμα του ήλιου γεννιέται απ᾽ αυτόν και η ακτίνα του ηλίου εκπορεύεται από αυτόν και κατεβαίνει έως εμάς και ποτέ δεν χωρίζεται από τον δίσκο ούτε το απαύγασμα ούτε η ακτίνα και, γι᾿ αυτό, όταν αυτά τα λέμε ήλιο, δεν λέμε άλλον ήλιο, αλλά τον ένα, έτσι (ακριβώς) λέγοντας Θεό και τον Λόγο του Θεού και το Άγιο Πνεύμα δεν ονομάζομε άλλον Θεό, αλλά τον Ένα, τον θεωρούμενο ανάρχως και αϊδίως μαζί με τον άναρχο Λόγο και το άναρχο Πνεύμα». Και κατέληξε, συμπερασματικώς: «Έτσι μας δίδαξε ο ίδιος ο Χριστός, ο Λόγος του Θεού» [7, 214].
Είναι ιδιαίτερα σημαντική η κατοχύρωση της Τριαδολογίας που κάνει ο Παλαμάς στην αυθεντία του Χριστού, τον οποίο αποδέχονται οι Μουσουλμάνοι, προκειμένου να τους εμφανίσει λογικά και θεολογικά ασυνεπείς. Με την ίδια στρατηγική επιχειρηματολογία περνά και στην Παλαιά Διαθήκη, την οποία επίσης αποδέχονται οι συνομιλητές του.
«Όχι μόνον ο Χριστός, αλλά και ο Μωυσής στον Δεκάλογο», συνεχίζει ο Άγιος Γρηγόριος, «τον οποίο προβάλλετε εσείς οι Χιόνες, γι᾿ αυτό τον λόγο είπε: "Κύριος ὁ Θεός Κύριος εἷς ἐστίν" (Δευτ. 6,4), λέγοντας τρεις φορές τον ένα (διότι δύο φορές είπε [την λέξη] Κύριος και μία φορά το Θεός), για να δείξει [ότι] τα τρία είναι ένα και το ένα τρία. Αλλά και από την αρχή, θέλοντας να δείξει ο Μωυσής ότι ο Θεός έχει και Λόγο και Πνεύμα, και μέσα σ᾽ αυτά και μαζί με αυτά είναι ένας Θεός, δημιουργός όλων των κτιστών, λέγει: "είπε ο Θεός ας γίνει φως και έγινε φως" (Γεν. 1,3) – είπε: "ας βλαστήσει η γη και βλάστησε" (Γεν. 1,12). Και για να μην τα διηγούμαι ένα ένα, όπως λέει ο Δαβίδ: "τα πάντα είπε και έγιναν" (Ψαλμ. 32,9· 148,5). Αυτό, λοιπόν, το "είπε ο Θεός και έγιναν", δείχνει ότι ο Θεός έχει Λόγο –διότι δεν μπορεί να πει κάποιος δίχως λόγο– και ότι δι᾽ αυτού έγιναν όλα τα κτιστά. Κατά συνέπεια, αυτός ο Λόγος του Θεού υπήρχε πριν από όλα τα κτίσματα και είναι άκτιστος. Αφού όμως είναι άκτιστος ο Λόγος του Θεού, πώς δεν είναι Θεός; Διότι μόνον ο Θεός είναι άκτιστος» [7, 214].
«Αυτός ο Θεός», παρατηρεί ο Παλαμάς, «δεν είναι άλογος…, δεν είναι άσοφος. Κατά συνέπεια, ο Λόγος του Θεού είναι και Σοφία του Θεού. Διότι η Σοφία είναι με Λόγο, και χωρίς Λόγο δεν υπάρχει Σοφία. Αν θεωρήσουμε, λοιπόν, ότι υπήρχε κάποτε κατάσταση κατά την οποία δεν υπήρχε ο Λόγος ή η Σοφία του Θεού, τότε θα πρέπει να δεχθούμε ότι υπήρχε κατάσταση κατά την οποία ο Θεός ήταν άλογος και άσοφος, πράγμα που είναι ασεβές και αδύνατο. Επομένως, και ο Λόγος του Θεού είναι άναρχος και η Σοφία του Θεού δεν χωρίζεται ποτέ από Αυτόν» [7, 212].
Στην συνέχεια περνά ο Παλαμάς με θεολογικά αριστοτεχνικό τρόπο, μέσω της θεολογικής ανθρωπολογίας, στην Πνευματολογία του, παραπέμποντας στην Παλαιά Διαθήκη και ιδιαίτερα στον αποδεκτό από τους συνομιλητές του Μωυσή.
Έτσι, εύστοχα σημειώνει τα εξής: «Και για τον άνθρωπο διδάσκοντάς μας ο Μωυσής λέγει: "ἐνέπνευσε (ἐνεφύσησε) ὁ Θεός εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν" (Γεν. 2,27). Με το να πει "ἐνέπνευσε ὁ Θεός καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος", έδειξε ότι ο Θεός έχει και Πνεύμα και ότι το Πνεύμα αυτό είναι δημιουργό. Και δημιουργός των ψυχών είναι μόνον ο Θεός. Γι᾿ αυτό και ο Ιώβ λέγει: "Πνεῦμα Κυρίου τό ποιήσαν με" (Ιώβ 33,4).
Πραγματευόμενος την Τριαδολογία του ο Παλαμάς δίνει έμφαση και στην Πνευματολογία του, αξιοποιώντας κατά το δυνατόν το Κοράνιο εις βάρος των συνομιλητών του. «Αλλά ούτε Λόγος βρίσκεται χωρίς Πνεύμα», παρατηρεί, «πράγμα που ομολογείτε και εσείς οι Τούρκοι. Γιατί, λέγοντας (εσείς), ότι ο Χριστός είναι Λόγος του Θεού, λέτε ότι είναι και Πνεύμα Θεού, αφού ποτέ δεν χωρίζεται από το Άγιο Πνεύμα. Επομένως, ο Θεός έχει και Λόγο και Πνεύμα, τα οποία υπάρχουν και παραμένουν μαζί του ανάρχως και αχωρίστως. Διότι ο Θεός δεν ήταν ποτέ, ούτε θα είναι άπνους και άλογος» [7, 212-213].
Η παραπάνω θεολογική επιχειρηματολογία του Παλαμά, άριστα θεμελιωμένη στην αποδεκτή από τους συνομιλητές του Αποκάλυψη του Θεού στην Αγία Γραφή, έγινε πλήρως αποδεκτή. Όπως σημειώνεται στα Πρακτικά του Θεολογικού αυτού Διαλόγου, που συνέγραψε ο γιατρός Ταρωνείτης, «τότε, όλοι μαζί και οι παριστάμενοι είπαν (στον Αρχιεπίσκοπο της Θεσσαλονίκης): Αυτά, που λέγεις, είναι αληθινά και δεν μπορεί να είναι διαφορετικά. Και ο ΄Αγιος, απευθυνόμενος προς αυτούς, (πρόσθεσε): Επομένως, ο Θεός είναι τρία και τα τρία αυτά είναι ένας Θεός και Δημιουργός.
Εκείνοι, πάλι, είτε κινούμενοι από θεία δύναμη, είτε μη μπορώντας να προβάλλουν αντίρρηση, συμφώνησαν λέγοντας: Έτσι φάνηκε, έτσι είναι η αλήθεια και έτσι πιστεύουμε και εμείς» [7, 216].
Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι ο Θεός έδωσε λόγο και σοφία Θεού στον θεοφόρο Άγιο, γι᾿ αυτό και κανείς δεν μπόρεσε να του αντισταθεί.
Η συνέχεια του Διαλόγου οδήγησε στην Χριστολογία. Ο Ισμαήλ, θέλοντας να περιπαίξει και να διασύρει ως απρεπή την πίστη μας, είπε: «Εσείς (ως Χριστιανοί) λέτε ότι ο Θεός έχει γυναίκα, διότι ισχυρίζεσθε ότι ο Θεός γέννησε υιό».
Ο Άγιος Γρηγόριος απάντησε στην πρόκληση για τον διπλό χαρακτήρα της Γεννήσεως του άσαρκου και ένσαρκου Υιού του Θεού, πράγμα που άφησε άφωνο τον Ισμαήλ. «Οι Τούρκοι λέγουν», παρατήρησε ο Παλαμάς, «ότι ο Χριστός είναι ο Λόγος του Θεού και ότι γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία, την οποία εμείς δοξάζουμε ως Θεοτόκο. Αν, λοιπόν, η Μαρία, η οποία γέννησε τον Χριστό κατά σάρκα, δεν είχε άνδρα, ούτε χρειαζότανε άνδρα, επειδή γέννησε τον Λόγο του Θεού, πολύ περισσότερο ο Θεός, γεννώντας τον Λόγο του ασώματο, ασωμάτως και θεοπρεπώς, δεν είχε γυναίκα, ούτε είχε ανάγκη γυναικός, όπως εσείς εσφαλμένα νομίζετε» [7, 174].
Εκείνο το οποίο εντυπωσιάζει στην θεολογική επιχειρηματολογία του Αγίου Γρηγορίου είναι ότι συνθέτει την επιχειρηματολογία του πάντοτε σε σχέση με τον τρόπο που τίθεται η αμφισβήτηση της πίστεως, αλλά και ως γνώστης της θεολογίας των αντιπάλων του την χειρίζεται άριστα, φέρνοντας σε λογικά αδιέξοδα τους συνομιλητές του, οι οποίοι άλλοτε έμμεσα και άλλοτε άμεσα αναγνωρίζουν την αδυναμία και την θεολογική ήττα τους.
Την Χριστολογική διδασκαλία του Ισλάμ, όπως και την διδασκαλία για τον Μωάμεθ και το Κοράνιο, ως βιβλίο της Αποκαλύψεως του Θεού, ο Άγιος Γρηγόριος τα ανατρέπει σε έναν άλλο Θεολογικό Διάλογο, που είχε με έναν θρησκευτικό λειτουργό των Τούρκων, με αφορμή την κηδεία ενός Μουσουλμάνου.
Επωφελούμενος ο Παλαμάς την εκ μέρους του τασιμάνη –θρησκευτικού λειτουργού των Τούρκων– αποδοχή του Χριστού, ως Κριτού ζώντων και νεκρών που θα αναστηθούν κατά την μέλλουσα Παρουσία του, έκανε αναφορά στον Αβραάμ, ως τον προπάτορα του Χριστού. Και τούτο, για να αποδείξει στον τασιμάνη την θεότητα του Χριστού, που εκείνος αμφισβητούσε.
«Ο Αβραάμ», είπε ο Παλαμάς, «διαβεβαιώνει στην Παλαιά Διαθήκη ότι ο Θεός είναι Εκείνος που θα κρίνει όλον τον κόσμο (ὁ κρίνων πᾶσαν τήν Γῆν· Γεν. 18,25). Επομένως, ο Χριστός, τον οποίο δέχεσθε ως Κριτή, δεν είναι διαφορετικός από τον Πατέρα κατά την θεότητα, όπως ούτε το ηλιακό απαύγασμα είναι διαφορετικό από τον ήλιο, κατά το φως» [7, 182].
Μη μπορώντας να αμφισβητήσει την επιχειρηματολογία του Παλαμά, ο τασιμάνης έστρεψε τον λόγο γύρω από τη αποδοχή του Μωάμεθ ως προφήτου και του Κορανίου ως βιβλίου της Αποκαλύψεως. Συγκεκριμένα, ο τασιμάνης υποστήριξε ότι οι Τούρκοι δέχονται όλους τους Προφήτες και τον Χριστό και το Ευαγγέλιο του Χριστού, ως βιβλίο που έχει την προέλευσή του άνωθεν. «Εσείς όμως», είπε, «πώς δεν δέχεσθε τον προφήτη μας, ούτε πιστεύετε στο βιβλίο του, που και αυτό κατέβηκε από τον ουρανό;».
Ο Παλαμάς επικαλέστηκε τον νόμο των Μουσουλμάνων, σύμφωνα με τον οποίο τίποτε δεν γίνεται αποδεκτό ως αληθινό χωρίς μαρτυρίες. Και οι μαρτυρίες είναι διπλές: ή από τα ίδια τα πράγματα ή από αξιόπιστα πρόσωπα.
Με βάση αυτές τις προϋποθέσεις συνθέτει ο Άγιος την επιχειρηματολογία του, λέγοντας τα εξής: «Ο Χριστός, μαζί με τα πολλά και μεγάλα θαύματα που έκανε, μαρτυρείται και από τον Μωυσή –ο οποίος σημειωτέον θεωρείται και από τους Μουσουλμάνους αξιόπιστος– αλλά μαρτυρείται και από άλλους προφήτες. Αλλά και ανά τους αιώνες αυτός λέγεται και από σας Λόγος του Θεού. Μόνος αυτός στους αιώνες γεννήθηκε από Παρθένο και μόνος αυτός αναλήφθηκε στον ουρανό, όπου διαμένει αθάνατος, και μόνος αυτός θα έρθει από εκεί πάλι, για να κρίνει ζώντες και νεκρούς, που θα αναστηθούν. Αναφέρω –λέγει ο Άγιος– τόσα για τον Χριστό, όσα είναι αποδεκτά και από εσάς τους Τούρκους. Γι᾿ αυτό, εμείς πιστεύομε στον Χριστό και στο Ευαγγέλιό του. Τον Μωάμεθ όμως δεν τον βρίσκουμε να μαρτυρείται από τους προφήτες, αλλά αυτός δεν έκανε και κάτι θαυμαστό και αξιόλογο και οδηγητικό προς την πίστη. Αυτός είναι ο λόγος που εμείς δεν πιστεύουμε σ᾽ αυτόν, ούτε και στο βιβλίο που προέρχεται από αυτόν» [7, 184].
Ο τασιμάνης δυσανασχέτησε και είπε: «Ήταν γραμμένο (σχετικά) με τον Μωάμεθ στο Ευαγγέλιο, αλλά εσείς το απαλείψατε (Βλ. Κοράνιο 61, 6). Αλλά επιπλέον αυτός, ξεκινώντας από την άκρα Ανατολή του ηλίου, όπως βλέπεις, έφθασε νικητής έως τη Δύση του» [7, 184-6].
Η απάντηση του Αγίου στην προκλητική θέση του τασιμάνη έναντι του Ευαγγελίου υπήρξε επιστημονική και αφοπλιστική. «Στο δικό μας Ευαγγέλιο», είπε, «δεν αποκόπηκε ποτέ τίποτε από κανένα Χριστιανό ούτε τροποποιήθηκε αυτό καθόλου. Και τούτο, γιατί στην περίπτωση αυτήν υπάρχουν βαριές και φρικωδέστατες κατάρες. Και όποιος τολμήσει να αποκόψει ή να διασκευάσει κάτι, μάλλον αυτός αποκόπτεται από τον Χριστό (Αποκ. 22,19). Κατά συνέπεια, πώς θα μπορούσε να κάνει αυτό κάποιος Χριστιανός; Πώς, ακόμη, θα μπορούσε αυτός να παραμείνει Χριστιανός ή να είναι δεκτός από Χριστιανούς, αν έσβηνε τα θεοχάρακτα γράμματα, αυτά που ο ίδιος ο Χριστός ή ενέγραψε ή προείπε;
Επιπροσθέτως, είναι μάρτυρες οι πολλές και διάφορες διάλεκτοι στις οποίες ευθύς εξαρχής μεταφράστηκε το Ευαγγέλιο του Χριστού, αλλά και από την αρχή δεν γράφτηκε μόνο σε μία. Πώς λοιπόν θα μπορούσε να διαφύγει την προσοχή, αν κάτι είχε παραποιηθεί; Και πώς θα μπορούσε να διατηρηθεί η συμφωνία κατά το νόημα στα διάφορα έθνη, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα; Αλλά το Ευαγγέλιο του Χριστού υπάρχει και σε πολλούς ετεροδόξους, τους οποίους εμείς ονομάζουμε αιρετικούς, από τους οποίους μερικοί συμφωνούν με εσάς σε ορισμένα θέματα, όμως αυτοί δεν έχουν να επιδείξουν τίποτε τέτοιο στο Ευαγγέλιο του Χριστού. Αλλά και από αυτούς που αντιτάχτηκαν (σε μας) από την αρχή –και είναι πολλοί αυτοί– δεν παρουσιάζεται κάτι τέτοιο.
Μάλιστα, μπορεί να βρει κανείς στο Ευαγγέλιο φανερά και τα αντίθετα (δηλαδή μαρτυρίες αντίθετες προς την διδασκαλία του Μωάμεθ). Πώς λοιπόν θα επιβεβαίωνε το Ευαγγέλιο τους αντίθετους (λόγους σχετικά με την έλευση του Μωάμεθ); Εκτός από αυτά, στο Ευαγγέλιο δεν υπάρχει τίποτε που να μην έχει προλεχθεί και από τους θείους Προφήτες. Επομένως, αν ήταν γραμμένο στο Ευαγγέλιο κάτι καλό για τον Μωάμεθ, θα υπήρχε γραμμένο και στους Προφήτες. Αντιθέτως, θα βρεις στο Ευαγγέλιο γραμμένο και μη απαλειμμένο ότι θα έρθουν πολλοί ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήτες και θα παραπλανήσουν πολλούς (βλ. Μθ. 24, 5 11· 24 - Μκ. 13, 6, 22 Λκ. 21,8 Α΄ Ιω. 4,1). Γι᾿ αυτό και παραγγέλλει (το Ευαγγέλιο) λέγοντας, "μη λοιπόν παραπλανηθείτε και τους ακολουθήσετε" (Μθ. 24,4· Μκ. 13,5· Λκ. 21,8) [7, 186].
Στη συνέχεια, ο Άγιος Γρηγόριος τεκμηριώνει την θέση του και με άλλες αναφορές στην Καινή Διαθήκη, με τις οποίες πιστοποιείται όχι μόνο γιατί δεν δεχόμαστε τον Μωάμεθ, αλλά και γιατί δεν δεχόμαστε γενικότερα άλλη πίστη. Κάτι τέτοιο μας είναι απολύτως απηγορευμένο από την Αγία Γραφή.
Ως προς τον ισχυρισμό του τασιμάνη για τις επιτυχίες του Μωάμεθ, ο Άγιος Γρηγόριος τις χαρακτήρισε καθαρά κοσμικές και όχι κατά Θεόν.
«Έφθασε, βέβαια, ο Μωάμεθ, ξεκινώντας από την Ανατολή, νικητής έως τη Δύση του ηλίου», παραδέχθηκε ο Παλαμάς και συνέχισε αξιολογώντας, «αλλ᾽ αυτό το πέτυχε με πόλεμο και μαχαίρι, με λεηλασίες, αιχμαλωσίες και ανθρωποκτονίες. Τίποτε όμως από αυτά δεν προέρχεται από τον αγαθό Θεό, αλλά είναι μάλλον θέλημα του εξαρχής ανθρωποκτόνου (Ιω. 8,44). Γιατί και ο Αλέξανδρος, ξεκινώντας από τη Δύση, δεν υπέταξε όλη την Ανατολή;
Αλλά και πολλοί άλλοι – πολλές φορές – με τις εκστρατείες τους επικράτησαν σε όλη την Οικουμένη. Κανένα όμως γένος δεν εμπιστεύτηκε τις ψυχές του σε κάποιον από αυτούς, όπως εσείς στον Μωάμεθ.
Αν και αυτός, παρόλο που χρησιμοποιούσε βία και υποσχόταν την επίδοση στις ηδονές, δεν κατέκτησε ολοκληρωμένο κανένα μέρος της Οικουμένης. Η διδασκαλία όμως του Χριστού, μολονότι αποτρέπει από όλες σχεδόν τις ηδονές του βίου, κατέλαβε όλα τα πέρατα της γης και επικρατεί και ανάμεσα σ᾽ αυτούς που την πολεμούν. Και τούτο, χωρίς να επιβάλλει καμία βία, αλλά μάλλον νικώντας τη βία, που προέρχεται από αλλού, με αποτέλεσμα αυτή η νίκη να είναι εκείνη που νίκησε τον κόσμο (Α΄ Ιω. 5,4) [7, 188-90].
Σ᾽ αυτό το σημείο ο ΄Αγιος Γρηγόριος – μιλώντας με πολλή παρρησία – προκάλεσε την οργή των Τούρκων. Γι᾿ αυτό και οι παριστάμενοι Χριστιανοί του υπέδειξαν με νοήματα να μετριάσει το λόγο του. Τότε ο Παλαμάς –στρέφοντας τον λόγο προς κάτι ευχάριστο– είπε χαμογελώντας προς αυτούς: «Βέβαια, αν συμφωνούσαμε στα λόγια, θα ανήκαμε σε ένα δόγμα».
Ένας Τούρκος τότε είπε: «Θα έρθει κάποτε ο καιρός, που θα συμφωνήσουμε μεταξύ μας». Στο σημείο αυτό ο Παλαμάς φάνηκε εξωτερικά να συμφωνεί, εσωτερικά όμως έδωσε πολύ διαφορετική ερμηνεία στα λεγόμενά του.
Επ᾽ αυτού, γράφει χαρακτηριστικά στην Επιστολή προς την Εκκλησία του: «Και εγώ συμφώνησα και ευχήθηκα να έρθει το ταχύτερο εκείνος ο καιρός». Και αμέσως εξηγεί: «Αλλά, γιατί το είπα αυτό προς αυτούς που τώρα ζουν ετεροδόξως ή προς τους τότε (όταν δηλ. θα συμφωνήσουμε) ζώντες; Συμφώνησα, διότι θυμήθηκα τα λόγια των Αποστόλων, ότι "στο όνομα του Ιησού Χριστού θα καμφθεί κάθε γόνατο και κάθε γλώσσα θα διακηρύξει ότι Κύριος είναι ο Ιησούς Χριστός, προς δόξαν Θεού Πατρός" (Φιλιπ. 2,10-11. Πρβλ. Ρωμ. 14,11). Και αυτό θα συμβεί οπωσδήποτε κατά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού [7, 190].
Στον Θεολογικό Διάλογο με τους Μουσουλμάνους συζητήθηκε και το θέμα των αγίων εικόνων.
Ρώτησαν λοιπόν ευθέως τον ΄Αγιο: «Πώς εσείς κατασκευάζετε στις Εκκλησίες σας πολλά ομοιώματα και τα προσκυνείτε, αν και έγραψε ο Θεός και είπε στον Μωυσή "οὐ ποιήσεις πᾶν ὁμοίωμα, ὃσα ἐν τῷ οὐρανῷ και ὅσα ἐν τῇ γῇ και ἐν τῇ θαλάσσῃ";» (Έξ. 20, 4. Δευτ. 5,8).
Τότε ο Παλαμάς, ακολουθώντας τους εικονολόγους Πατέρες και ειδικότερα τον Άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό, είπε: «Προσκυνούν και οι φίλοι ο ένας τον άλλο, αλλά δεν θεοποιούνται με αυτό. Ότι δε αληθινά έτσι διδάχθηκε ο Μωυσής από τον Θεό και δίδαξε τον τότε λαό, είναι φανερό σ᾽ όλους. Αλλά ο ίδιος ο Μωυσής πάλι τότε δεν άφησε κανένα σχεδόν ομοίωμα, το οποίο δεν κατασκεύασε. Το εσωτερικό του καταπετάσματος το κατασκεύασε σε ομοίωμα και τύπο των επουρανίων (και επειδή τα Χερουβίμ βρίσκονται στα επουράνια, έκανε εικόνες τους που τις έστησε εκεί μέσα στα άδυτα του Ναού), ενώ το εξωτερικό του Ναού το κατασκεύασε σε τύπο των επιγείων.
Αν, λοιπόν, ρωτούσε τότε κάποιος τον Μωυσή, πώς, ενώ ο Θεός απαγόρευσε τις εικόνες και τα ομοιώματα των άνω και κάτω, εσύ πάλι τα έκανες έτσι, θα έλεγε εκείνος οπωσδήποτε ότι απαγορεύτηκαν οι εικόνες και τα ομοιώματα για να μη τα λατρεύει κανείς ως Θεούς (βλ. Έξ. 20,5·23,-24·Δευτ. 4,19· 5,9). Το να ανάγεται όμως κανείς με αυτά τα ομοιώματα προς τον Θεό, είναι καλό. Επαινούσαν και οι Έλληνες τα κτίσματα, αλλά ως θεούς. Τα επαινούμε και εμείς, αλλά αναγόμαστε μέσω αυτών στη δόξα του Θεού».
Τότε είπαν οι Τούρκοι: «Αλήθεια, τα κατασκεύασε (αυτά) τότε ο Μωυσής;». Και πολλοί τους διαβεβαίωσαν από τους παρευρισκομένους: «Ναι, όλα αυτά τα κατασκεύασε» [7, 224].
Σε ανάλογο ερώτημα του Ισμαήλ κατά τον πρώτο Θεολογικό Διάλογο, που αναφερόταν στην τιμή και προσκύνηση του σταυρού, ο ΄Αγιος Γρηγόριος, μέσα στο παραπάνω πνεύμα, απάντησε διευκρινίζοντας ότι ο σταυρός του Χριστού είναι τρόπαιο και σημαία, γιατί δι᾽ αυτού νίκησε ο Χριστός τον διάβολο, την αμαρτία και τον θάνατο [7, 174].
Με την ολοκλήρωση του Θεολογικού Διαλόγου με τους Χιόνες, που τελείωσε με την εικονολογική διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου, οι Τούρκοι άρχοντες σηκώθηκαν και αποχαιρέτησαν με ευλάβεια τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και έφυγαν.
Ένας όμως από τους Χιόνες έμεινε πίσω και ύβρισε με αισχρότητα τον μεγάλο αρχιερέα και ορμώντας εναντίον του τον χτύπησε στο πρόσωπο. Τότε, οι άλλοι Τούρκοι τον κράτησαν, τον κατηγόρησαν επίμονα και τον οδήγησαν στον ηγέτη των Τούρκων, αμηρά.
Ο πρακτικογράφος του Θεολογικού Διαλόγου με τους Τούρκους, ιατρός Ταρωνείτης, κατακλείει τα γραφόμενά του, ως εξής: «Αυτά, που γράψαμε, ήμασταν αυτήκοοι και γράψαμε όσα είδαμε και ακούσαμε με την αίσθηση ότι μας βλέπει ο Θεός» [7, 224].
---------------------------------------------------------------------
Ο Δημήτριος Ι. Τσελεγγίδης είναι Καθηγητής Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Η εισήγηση έγινε στο Αντιαιρετικό Σεμινάριο της Ιεράς Μητροπόλεως Γλυφάδας, Ε.Β.Β. & Β., την 30ή Μαΐου 2016.